Μεσοκολπικές & Μεσοκοιλιακές Επικοινωνίες
Μεσοκολπική Επικοινωνία
Η μεσοκολπική επικοινωνία είναι μια συχνή συγγενής καρδιοπάθεια που προκαλεί υπερφόρτωση της πνευμονικής κυκλοφορίας με αποτέλεσμα διόγκωση της δεξιάς κοιλίας και του δεξιού κόλπου και, αν δεν θεραπευθεί έγκαιρα, αρρυθμίες και πνευμονική υπέρταση.
Υπάρχουν πολλοί τύποι μεσοκολπικής επικοινωνίας. Ένας από αυτούς, η λεγόμενη δευτερογενής μεσοκολπική επικοινωνία, μπορεί να θεραπευθεί με καθετηριασμό καρδιάς, όταν βρίσκεται σε κεντρική θέση και έχει γύρω της καλά όρια. Η σύγκλειση γίνεται μέσω ενός καθετήρα που εισάγεται από τη μηριαία φλέβα και προωθείται διαμέσου της μεσοκολπικής επικοινωνίας στον αριστερό κόλπο. Μέσω του καθετήρα εισάγεται η συσκευή σύγκλεισης που έχει σχήμα διπλής ομπρέλας και εφαρμόζεται με τους δύο δίσκους της να καλύπτουν το μεσοκολπικό έλλειμμα.
Υπάρχουν πολλά είδη μεσοκολπικών επικοινωνιών, τα οποία, όταν είναι αιμοδυναμικά σημαντικά, πρέπει να διορθώνονται. Κάποια μεσοκολπικά ελλείμματα του «δευτερογενούς τύπου» που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια μεγέθους και ανατομικών ορίων μπορεί να συγκλειστούν «αναίμακτα», δηλαδή όχι με εγχείρηση αλλά με επεμβατικό καρδιακό καθετηριασμό (διαδερμική σύγκλειση με «ομπρέλα») που πραγματοποιεί με ασφάλεια ο παιδοκαρδιολόγος, Δρ. Ι. Παπαγιάννης. Όλα πάντως τα μεσοκολπικά ελλείμματα μπορεί να συγκλειστούν χειρουργικά στην παιδική ηλικία με ελάχιστο, σχεδόν μηδενικό χειρουργικό κίνδυνο εξασφαλίζοντας την πλήρη ίαση του ασθενούς. Στη μακρόχρονη εμπειρία μας με εκατοντάδες περιπτώσεις έχουμε τεκμηριώσει αποκατάσταση των φυσιολογικών διαστάσεων της καρδιάς σε απώτερη παρακολούθηση.
Τα αποτελέσματα είναι άριστα σε καλά επιλεγμένα περιστατικά και, όταν η επικοινωνία δεν είναι πολύ μεγάλη και δεν πιέζει βασικά ανατομικά στοιχεία της καρδιάς όπως το τοίχωμα της αορτής, τις βαλβίδες ή τις φλέβες της καρδιάς, o ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του την επόμενη ημέρα.
Μεσοκοιλιακή Επικοινωνία
Όταν υπάρχει ένα σημαντικό άνοιγμα μεταξύ των κοιλιών, μια μεγάλη ποσότητα οξυγονωμένου αίματος από την αριστερή κοιλία περνά μέσα από το έλλειμμα προς την δεξιά κοιλία, απ’ όπου προωθείται πάλι στους πνεύμονες παρότι είναι ήδη οξυγονωμένο. Και οι δύο κοιλίες, που αναγκάζονται να αντλήσουν ποσότητα αίματος πολλαπλάσια του φυσιολογικού, διογκώνονται σταδιακά. Οι πνεύμονες βλάπτονται από αυτήν την υπερβολική αιματική ροή που κατακλύζει τα ευαίσθητα αγγεία των πνευμόνων με μεγάλη πίεση. Έτσι, μπορεί να εγκατασταθεί καρδιακή ανεπάρκεια και πνευμονική υπέρταση, (όπως σπανιότερα μπορεί να συμβεί και στην μεσοκολπική επικοινωνία). Επειδή όμως στην μεσοκοιλιακή επικοινωνία η υπερκυκλοφορία γίνεται με πολύ μεγαλύτερη πίεση, η επιβάρυνση της καρδιάς και των πνευμόνων και οι σχετικοί κίνδυνοι είναι πολύ μεγαλύτεροι και αμεσότεροι.
Παρά ταύτα, τα συμπτώματα ακόμα και μεγάλων μεσοκοιλιακών επικοινωνιών μπορεί να μην εμφανιστούν μέχρι αρκετές εβδομάδες μετά τη γέννηση οπότε μπορεί να παρουσιαστεί ταχύπνοια και αδυναμία πρόσληψης βάρους.
Εάν η επικοινωνία είναι μικρή, η καρδιά δεν επιβαρύνεται σημαντικά και το μόνο μη φυσιολογικό εύρημα είναι ένα δυνατό φύσημα. Μια τέτοια μικρή επικοινωνία ίσως κλείσει αυτόματα μέσα στον πρώτο χρόνο ζωής. Αν όμως η επικοινωνία είναι μεγάλη, τότε συνιστάται η χειρουργική διόρθωσή της έτσι ώστε να αναστραφεί η καρδιακή ανεπάρκεια και να αποφευχθούν μελλοντικά σοβαρά και ίσως μη αναστρέψιμα προβλήματα.
Τα βρέφη που έχουν μεγάλη μεσοκοιλιακή επικοινωνία μπορεί να αναπτύξουν σοβαρά συμπτώματα ή πνευμονική υπέρταση που καθιστούν απαραίτητη την διόρθωση σε σύντομο χρονικό διάστημα (συνήθως σε ηλικία λίγων μηνών). Σε άλλα βρέφη με κάπως μικρότερες επικοινωνίες η διόρθωση μπορεί να προγραμματιστεί για αργότερα μετά το πρώτο έτος της ζωής.
Ο καρδιοχειρουργός διορθώνει την μεσοκοιλιακή επικοινωνίας κλείνοντάς την με ένα εμβάλλωμα από ειδικό συνθετικό υλικό (dacron). Αργότερα αυτό το εμβάλλωμα επικαλύπτεται από φυσικό ιστό και ενσωματώνεται πλήρως με την καρδιά χωρίς να απορρίπτεται. Η χειρουργική διόρθωση αποκαθιστά την κυκλοφορία του αίματος στο φυσιολογικό, επιλύνοντας οριστικά το πρόβλημα.
Ας σημειωθεί ότι αν ένα βρέφος είναι σε καρδιακή ανεπάρκεια εξαιτίας μεγάλης επικοινωνίας σε δύσκολο (μη εύκολα προσβάσιμο) σημείο ή περισσοτέρων από ενός ελλειμμάτων, τότε ίσως χρειαστεί μια «ανακουφιστική» από τα συμπτώματα επέμβαση. Η επέμβαση αυτή λέγεται «περίδεση πνευμονικής αρτηρίας» και έχει σκοπό να μειώσει την υπερκυκλοφορία προς τους πνεύμονες, ανακουφίζοντας την καρδιά και επιτρέποντας στο παιδί να αναπτυχθεί. Έτσι, η διόρθωση της μεσοκοιλιακής επικοινωνίας μπορεί να γίνει «εκλεκτικά» σε μεγαλύτερη ηλικία (1-3 ετών) και κάτω από καλύτερες συνθήκες για το παιδί.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι ασθενείς με μεσοκοιλιακή επικοινωνία διατρέχουν κίνδυνο ενδοκαρδίτιδας και γι’ αυτό πρέπει να παίρνουν προφυλακτικά αντιβίωση (σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες), πριν από κάθε οδοντιατρική εργασία ή πριν από ορισμένες επεμβάσεις. Μετά πάροδο 6 μηνών από την επιτυχή διόρθωση της μεσοκοιλιακής επικοινωνίας, δεν είναι πλέον απαραίτητη η χορήγηση τέτοιων αντιβιοτικών.
Η αιμοδυναμικά σημαντική μεσοκοιλιακή επικοινωνία επιβαρύνει τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων. Κάποιες μεσοκοιλιακές επικοινωνίες μπορεί να «κλείσουν μόνες τους», συνήθως μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής, αλλά οι περισσότερες θα χρειαστούν χειρουργική σύγκλειση. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η διαδερμική σύγκλειση με «ομπρέλα» για μεσοκοιλιακές επικοινωνίες έχει δοκιμαστεί πειραματικά αλλά λόγω μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων έχει πρακτικά εγκαταλειφθεί διεθνώς. Στην εμπειρία μας με εκατοντάδες μεσοκοιλιακές επικοινωνίες, η χειρουργική σύγκλειση είναι εξαιρετικά ασφαλής και το πρόβλημα του ασθενούς αποκαθίσταται οριστικά.